αμετροφαγία

αμετροφαγία
η обжорство

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "αμετροφαγία" в других словарях:

  • αμετροφαγία — η [αμετροφάγος] το να τρώει κανείς χωρίς μέτρο, πολυφαγία, λαιμαργία, αδηφαγία …   Dictionary of Greek

  • -φαγία — ΝΜΑ β συνθετικό αφηρημένων θηλυκών ονομάτων που σχηματίστηκαν από ονόματα σε φάγος* ή από ρ. σε φαγώ (για την ετυμολ. και σημ. τών λ. βλ. λήμμα φαγος).Παραδείγματα λ. με β συνθετικό φαγία: αδηφαγία, ανθρωποφαγία, ζωοφαγία, ιχθυοφαγία, κρεοφαγία / …   Dictionary of Greek

  • αμετροφάγος — ο αυτός που τρώει χωρίς μέτρο, λαίμαργος, αδηφάγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < άμετρος + φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού ρημ. τρώγω. ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροφαγία] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»